Η εκκλησία μας καθιέρωσε ήδη από τον 9ο αιώνα το έθιμο αυτό μια και όπως αναφέρει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης «όχλος πολύς…έλαβον τα βαΐα των φοινίκων και εξήλθον εις υπάντησιν αυτώ».
Σημειώνεται ότι στις πρώτες εκκλησίες εορτάζονταν η μνήμη αυτή με αναπαράσταση του γεγονότος. Συγκεκριμένα στους Αγίους Τόπους κατά τον 4ο αιώνα ο επίσκοπος ξεκινώντας με πομπή από το Όρος των Ελαιών εισέρχονταν στα Ιεροσόλυμα επί «πώλου όνου» περιστοιχιζόμενος από τον κλήρο ενώ οι πιστοί προπορεύονταν κρατώντας κλάδους φοινίκων.
Στους βυζαντινούς χρόνους τελούνταν ο λεγόμενος«περίπατος του Αυτοκράτορα» όπου η πομπή ξεκινούσε από τα ανάκτορα στην οποία συμμετείχε ο αυτοκράτορας κρατώντας την εικόνα του Χριστού πλαισιωμένος από το ιερατείο όπου και κατέληγε στην Αγιά Σοφιά. Της αυτοκρατορικής αυτής πομπής προηγούνταν ο λαμπαδάριος ο οποίος έψελνε «Εξέλθατε έθνη και θεώσασθε σήμερον τον βασιλέα των ουρανών…».
Σύμφωνα με την μαρτυρία του Βαλσαμώνα στο τέλος της εορτής ο μεν Αυτοκράτορας διένειμε ιδιόχειρα βάγια και σταυρούς, ο δε Πατριάρχης κεριά για την Μεγάλη Εβδομάδα.
Τα «βαγιοχτυπήματα»
Τα παλιότερα χρόνια τους τα προμήθευαν τα νιόπαντρα ζευγάρια της χρονιάς ή και μόνο οι νιόπαντρες γυναίκες, για το καλό του γάμου τους. Πίστευαν πως η γονιμοποιός δύναμη που κρύβουν τα φυτά αυτά θα μεταφερόταν και στις ίδιες και η μια χτυπούσε την άλλη με τα βάγια. Τα«βαγιοχτυπήματα» σιγά-σιγά άρχισαν να γίνονται και από τις άλλες γυναίκες
και τα παιδιά τις μιμούνταν και όπως χτυπιούνταν μεταξύ τους εύχονταν: «Και του χρόνου, να μη σε πιάν’ η μυίγα».
Κατά την λειτουργική τελετουργία, την Κυριακή των Βαΐων τελείται η Θεία Λειτουργία του Χρυσοστόμου.