ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ


Παρασκευή, 29 Μαρτίου 2013 11:51

ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΣΤΗΝ ΚΕΦΑΛΟΝΙΑ

Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(0 ψήφοι)

Η ομιλία του Πέτρου Πετράτου στην εκδήλωση της Κίνησης ΔΙΑ-ΛΟΓΟΣ-ΔΡΑΣΗ δτο Δημοτικό Θέατρο.

         Η νεότερη και σύγχρονη ιστορία έχει καταγράψει αρκετές φορές στη διάρκεια των τελευταίων αιώνων την Κεφαλονιά ως τόπο άμεσης γεωγραφικής πρόσβασης και σχετικά ασφαλούς εγκατάστασης για ατομικές ή ομαδικές εξόδους προσφύγων – προσφύγων που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη γενέτειρά τους εξαιτίας πολέμου και κατάληψης της πατρίδας τους ή λόγω πολιτικών συγκρούσεων.

Δεν μας επιτρέπει ο χρόνος να αναφερθούμε στο ζήτημα αυτό αναλυτικά. Γι’ αυτό θα περιοριστούμε σύντομα σε τέσσερις χαρακτηριστικές περιπτώσεις προσφυγικών ρευμάτων στο νησί μας:  η πρώτη αφορά σε γυναικόπαιδα αλλά και αγωνιστές της Επανάστασης του 1821, η δεύτερη αναφέρεται σε Ευρωπαίους και κυρίως Ιταλούς πολιτικούς πρόσφυγες του τέλους του 18ου και του πρώτου μισού του 19ου αιώνα, η τρίτη σχετίζεται με τους Κρήτες σε διάφορες πολεμικές ή επαναστατικές φάσεις της ιστορίας τους, και η τέταρτη αναφέρεται στους Έλληνες πρόσφυγες της Ανατολικής Θράκης και της Μικράς Ασίας μαζί με τους Αρμένιους κατά το γνωστό Μικρασιατικό Πόλεμο του 1919-1922.

    1.      ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΕΣ  ΚΑΙ  ΓΥΝΑΙΚΟΠΑΙΔΑ  ΤΟΥ  1821

Κάθε πόλεμος και κάθε επανάσταση δημιουργούν πρόσφυγες, προκαλούν γενικότερες αναστατώσεις στην κοινωνική δομή της χώρας. Και η Επανάσταση του 1821 είχε τους πρόσφυγές της: μετά από ήττες των Ελλήνων και μετά από αντίποινα και καταστροφές των κατακτητών, ομάδες κυρίως γυναικόπαιδων έπαιρναν το δρόμο της προσφυγιάς. Η Κεφαλονιά, λόγω της γειτνίασής της με την απέναντι Στερεά και με τη βορειοδυτική Πελοπόννησο, ήταν εύκολος τόπος προορισμού προσφύγων, αλλά και καταφύγιο διωκόμενων από τους Οθωμανούς κλεφταρματωλών. Παρά τους περιορισμούς της τότε Αγγλικής Προστασίας οι Κεφαλονίτες, επειδή ακριβώς ένιωθαν Έλληνες, αν και για αιώνες βρίσκονταν κάτω από διάφορους κυρίαρχους, πάντοτε βοηθούσαν τους ομοεθνείς τους.

Η ιστορική έρευνα έχει επισημάνει αρκετές και σοβαρές περιπτώσεις αλληλογραφίας των Οθωμανών με την τοπική αγγλοϊόνια εξουσία, προκειμένου να δοθούν στοιχεία ή να παραδοθούν στις  οθωμανικές αρχές Έλληνες αγωνιστές που κρύβονταν στο νησί μας. Έχουν, επίσης, καταγραφεί μεμονωμένες οικογένειες, γυναικόπαιδα κυρίως, από τη Ρούμελη, που φιλοξενούνταν από ντόπιες οικογένειες.  Εμείς, όμως, σύντομα επισημαίνουμε τη συμπαράσταση των Κεφαλονιτών στους Σουλιώτες πρόσφυγες, που κατέφυγαν στο νησί μας μετά την παράδοση της Κιάφας τον Ιούλιο του 1822. Τότε το όλο ζήτημα – υποδοχή, περίθαλψη, στέγαση των προσφύγων -  χειρίστηκε ο Δημήτριος Δελλαδέτσιμας, από τους υπεύθυνους της Φιλικής Εταιρείας στο νησί (είναι ο μετέπειτα έπαρχος της Κεφαλονιάς, διορισμένος από τους Άγγλους), ενώ, το μεγαλύτερο χρηματικό ποσό για την κάλυψη των αναγκαίων εξόδων διέθεσε  ο Αργοστολιώτης έμπορος Δημήτριος Κοργιαλένιος, μέλος κι αυτός της Φιλικής Εταιρείας, επειδή, όπως ο ίδιος έλεγε, εκτιμούσε την παληκαριά των Σουλιωτών και θαύμαζε τον αγώνα τους. Ο Μάρκος Μπότσαρης, μάλιστα, σε επιστολή του προς τον Κοργιαλένιο στις αρχές του 1823 ευχαριστούσε τον Κεφαλονίτη φιλικό για τη βοήθεια του προς τους συμπατριώτες του Σουλιώτες.

    2.      ΙΤΑΛΟΙ  ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ

Σχετικά με τους Ευρωπαίους θα αναφερθούμε μόνο στις περιπτώσεις των Ιταλών προσφύγων, ακριβώς γιατί πρόκειται για την πολυπληθέστερη ευρωπαϊκή ομάδα, που ήρθε στην Κεφαλονιά. Προτίμησαν οι Ιταλοί τα ιόνια νησιά, γιατί σε αυτά μιλιόταν η γλώσσα τους, η ιταλική, γιατί μπορούσαν σε αυτά να εντοπίσουν στην παιδεία και τον πολιτισμό των ντόπιων κάποια κοινά με αυτούς στοιχεία.  Ταυτόχρονα θα βρίσκονταν κοντά σχετικά στην πατρίδα τους, καθώς στις νέες πατρίδες τους αρκετοί  προσπάθησαν να δημιουργήσουν συνωμοτικά δίκτυα για τη συνέχιση της δράσης τους.

Στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα κατέφταναν στην Κεφαλονιά και γενικότερα στα Επτάνησα Ιταλοί φιλελεύθεροι αγωνιστές και ιακωβίνοι επαναστάτες, υποστηρικτές όλοι της Γαλλικής Επανάστασης του 1789, καθώς και μέλη μυστικών εταιρειών. Επρόκειτο για εκείνη τη γενιά της Ιταλίας, που προσπάθησε να στηρίξει στη χώρα της τις ιακωβίνικες δημοκρατίες του 1796-1799.

Αλλά και αργότερα, μετά τα αποτυχημένα κινήματα του 1831 στην κεντρική Ιταλία, πολλοί επαναστάτες καταδιωκόμενοι βρήκαν καταφύγιο στα Επτάνησα, αναζητώντας και προσδοκώντας κοινωνική, ηθική και επαγγελματική αποκατάσταση.  Και η Κεφαλονιά δέχτηκε τότε πολλούς Ιταλούς πρόσφυγες. Θυμίζουμε εδώ ότι ήδη τα νησιά του Ιονίου είχαν μετατραπεί σε αγγλικό προτεκτοράτο και η Αγγλία για τους δικούς της λόγους καλοδεχόταν εκείνους τους επαναστάτες, καθώς στήριζε τότε τις επαναστατικές διαδικασίες στην Ιταλία για την ενοποίησή της, παρ’ όλο που στα Επτάνησα καταδίωκε την ανάλογη ριζοσπαστική κίνηση για ένωση με την Ελλάδα.

Νέα ιταλική προσφυγική εισροή εμφανίστηκε στο Ιόνιο, άρα και στο νησί μας, όταν η Ευρώπη συγκλονιζόταν από τη μεγάλη επανάσταση του 1848 (Γαλλία, Ιταλία, Πολωνία κ.λπ.). Τότε,  βέβαια, προτιμήθηκαν και μέρη του ελληνικού κράτους (Πάτρα, Καλαμάτα, Σύρος κ.α.), επειδή εκεί οι Ιταλοί πρόσφυγες έβρισκαν περισσότερες δυνατότητες επαγγελματικής αποκατάστασης, αν και για τους ίδιους ήταν ευκολότερη η πολιτισμική προσαρμογή στα Επτάνησα.

Το καλοκαίρι του 1849 κατέπλευσαν στα ιόνια λιμάνια 500 περίπου πρόσφυγες. Ανάμεσα σε αυτούς υπήρχαν και λίγοι Αλβανοί, κάτοικοι του ιταλικού νότου, που και εκείνοι συμμετείχαν στα επαναστατικά γεγονότα. Δεν έμειναν όλοι και για πολύ διάστημα στα νησιά. Ο αρχικός πάντως αριθμός τους ήταν ικανός να προκαλέσει μια γενικότερη αναστάτωση στις τοπικές κοινωνίες

Όσοι, βέβαια, έμειναν στο νησί μας συνέβαλαν στους προοδευτικούς προβληματισμούς και στις τοπικές επαναστατικές διεργασίες. Αξίζει στο σημείο αυτό να αναφέρουμε τα εξής: Στη λεγόμενη «εξέγερση του Σταυρού» το1848 στην Κεφαλονιά εναντίον των Άγγλων είχε προβλεφθεί, αλλά δεν έγινε δυνατό να εφαρμοστεί, να πάρουν μέρος και εθελοντές – κατ’ άλλους μισθοφόροι – Αλβανοί της νότιας Ιταλίας. Με την ίδια εξέγερση στο νησί μας είχε κάποια σύνδεση και ο Ιταλός πρόσφυγας Livio Zambeccari από την Αγκώνα, αλλά και κάποιοι Αλβανοί, σύμφωνα με αρχειακό υλικό που πρόσφατα ερευνήθηκε. Ωστόσο, μέχρι σήμερα η επιστημονική έρευνα δεν έχει εντοπίσει κάποιες επαφές ή  κάποιας άλλης μορφής συνεργασία των Κεφαλονιτών ριζοσπαστών με τους Ιταλούς πρόσφυγες, αν και μπορούμε βάσιμα να υποθέσουμε ότι κάτι τέτοιο πρέπει να είχε συμβεί.  Πάντως, ο ριζοσπάστης Γεράσιμος Μαυρογιάννης μάς έχει αφήσει ποίημά του για τους Ιταλούς πρόσφυγες, για τους οποίους δηλώνει την υποχρέωσή του και όλων φυσικά των φιλελεύθερων συμπατριωτών του να τους υποδεχτούν και να τους στηρίξουν: «[...] πάμε να δεχθούμε στην πτωχή μας αγκαλιά / της ιταλικής Νιόβης τέκνα καταπληγωμένα», για τα οποία «της δούλης μας καλύβης ας αφήσουμ’ ανοικτή /την φιλόξενή της θύρα» και έτσι «’ς της γης αυτήν την άκρη /θα βρεθή να [τους] ισκιάση μια φιλόξενη ιτιά».

    3.      ΚΡΗΤΕΣ  ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ

Δυο χρόνια μετά την Ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα ανταραζόταν η Κρήτη. Νέα επανάσταση ξεσπούσε εκεί το 1866 και η Κεφαλονιά από την πρώτη στιγμή έδειξε την αλληλεγγύη της. Σε σύντομο διάστημα συγκροτήθηκε στο Αργοστόλι «Επιτροπή υπέρ των Κρητών» με υποεπιτροπές στις άλλες περιοχές του νησιού. Κύριος σκοπός της Επιτροπής ήταν η συγκέντρωση χρημάτων για την οικονομική ενίσχυση του Κρητικού Αγώνα και για τη συντήρηση-περίθαλψη των προσφύγων, που άρχισαν – κυρίως γυναικόπαιδα – να καταφτάνουν στο αργοστολιώτικο λιμάνι. Και έτσι, όταν αποβιβάστηκαν στο νησί οι πρώτοι πρόσφυγες, οι Κεφαλονίτες ήταν σχεδόν έτοιμοι να τους υποδεχτούν  και να τους φροντίσουν με τρόπο ουσιαστικό και υποδειγματικό.

Να, τι δημοσιεύει κεφαλονίτικη εφημερίδα εκείνης της εποχής: «Κατά την παρελθούσαν εβδομάδα το ατμόπλοιον εκόμισεν έτερα 250 γυναικόπαιδα εκφυγόντα την σπάθην, τας βασάνους, τα μαρτύρια [...]. Ετοποθέτησαν ταύτα εις δύο ευρυχώρους οικίας, ακολούθως δε η συσταθείσα Επιτροπή προέβη και συνέλεξεν αυθωρεί επέκεινα 1500 δραχμών και ετέρας 1000 μηνιαίως». Και σε άλλο σημείο συνεχίζει: «Διάφοροι των πολιτών, χωρίς να περιμένωσιν άδειαν, έλαβον ουκ ολίγα άρρενα, άπερ ενέδυσαν εν ακαρεί και την επιούσαν ήλθον ουκ ολίγοι εκ Λιβαθούς και εξ άλλων χωρίων ίνα πάρωσιν αυτά». (εφ. Κεφαλληνία, φ. 18, 25-8-1867). Η άρτια, μάλιστα, σωματική διάπλαση εκείνων των παιδιών έκανε τέτοια εντύπωση στους Κεφαλονίτες, «ώστε για πολλά χρόνια, όταν στην Κεφαλονιά ρωτούσαν κάποιον, που είχε εύσωμα αρσενικά παιδιά, πόσα έχει, απαντούσε ”έχω τόσους Κρητικούς”», σύμφωνα πάντα με τις μαρτυρίες της εποχής.

Αλλά και πριν από εκείνη την Κρητική Επανάσταση του 1866, η Κεφαλονιά είχε δεχτεί πρόσφυγες από την Κρήτη σε δύο προγενέστερες χρονικές περιόδους: πρώτα-πρώτα στις αρχές  του 16ου αιώνα, μετά από έναν ισχυρό σεισμό στο ανατολικό τμήμα της και μια επικίνδυνη επιδημία, που αφάνισε το 1/10 περίπου του πληθυσμού, και αργότερα κατά το  λεγόμενο Κρητικό Πόλεμο, την πεισματική δηλαδή 25χρονη πολεμική σύγκρουση Βενετών και Οθωμανών, που κατέληξε στην κατάληψη της Κρήτης από τους τελευταίους το 1669. Και στις δυο αυτές περιπτώσεις το προσφυγικό κύμα ήταν πολύ σοβαρό. Και η Κεφαλονιά θεωρήθηκε ως ο καταλληλότερος τόπος για την εγκατάσταση αυτών των προσφύγων, καθώς το 16ο τουλάχιστον αιώνα είχε ανάγκη από καινούριο πληθυσμό λόγω προηγούμενης δημογραφικής καθίζησης, αλλά και γιατί το νησί μας εντασσόταν στις βενετικές κτήσεις.

Η κατάληψη της Κρήτης από τους Οθωμανούς το 1669 συνοδεύτηκε από τη συμφωνία Οθωμανών και Βενετών που επέτρεπε στους κατοίκους να εγκαταλείψουν, αν ήθελαν, το νησί, παίρνοντας μαζί τους και την κινητή τους περιουσία. Τότε, λοιπόν, πολυπληθείς ομάδες Κρητών προσφύγων ζήτησαν καταφύγιο στην ίδια τη Βενετία αλλά και σε βενετοκρατούμενες ελληνικές περιοχές. Και η Κεφαλονιά ήταν μέσα στους προορισμούς τους. Βέβαια και κατά τη διάρκεια του Πολέμου φαίνεται ότι υπήρξαν περιορισμένες μετακινήσεις προς το νησί μας, αλλά  μετά τη πτώση του Χάνδακα και την οριστική απώλεια της Κρήτης για τους Βενετούς το κύμα έγινε ορμητικό και απαιτητικό.

Οι πρόσφυγες προέρχονταν από όλα τα κοινωνικά στρώματα, κυρίως όμως από τα αστικά και λαϊκά. Οι πιο πολλοί εγκαταστάθηκαν στα Σπήλια, λίγο έξω από το Αργοστόλι, και στην ευρύτερη περιοχή της Λιβαθώς. Νέα επώνυμα ακούγονταν τώρα στο νησί: Βαλσαμάκης, Βενιέρης. Βιβλάκης, Γιαννάκης, Κακούρης, Καραντινός, Κόμης, Μουντάκης, Μαζαράκης, Μουσούρης, Μουστάκης, Πασχάλης, Πιντζαμάνος, Πουλάκης, Σκλάβος, Τζαγκαρόλας, Χαρίτος κ.ά. Οι πιο πολλές από αυτές τις οικογένειες έμειναν και ρίζωσαν στο νησί.

Ο ερχομός και η εγκατάσταση των Κρητών προσφύγων στην Κεφαλονιά δημιούργησε νέα δεδομένα. Αναδιαμόρφωσε την κοινωνική δομή του νησιού,  δυνάμωσε εθνογραφικά τον πληθυσμό, στήριξε το ορθόδοξο στοιχείο  και εμπλούτισε τον κεφαλονίτικο και γενικότερα τον επτανησιακό πολιτισμό. Και ακριβώς αυτή η τελευταία παράμετρος της προσφυγικής παρουσίας και επιρροής είχε και έχει πάντα τη μεγαλύτερη σημασία, καθώς εμβολιάζει στη νέα πατρίδα τις πολιτισμικές παραδόσεις της γενέτειρας. «Μέσα στις κασέλες του ξεριζωμένου αυτού κόσμου εύρισκες ακόμα παλιά και νέα χειρόγραφα, με κατάγραφες μνήμες της Κρήτης, με ρίμνες και ποιήματα, όπως τον “Ερωτόκριτο” και την “Ερωφίλη”», έχει επισημάνει νεότερος ερευνητής.

Το κρητικό τραγούδι αγαπήθηκε από τους Κεφαλονίτες. Ο «Ερωτόκριτος» ιδιαίτερα διαδόθηκε από στόμα σε στόμα και από γενιά σε γενιά. Και όχι μόνο τραγουδήθηκε αλλά και παρουσιάστηκε θεατρικά. Οι πληροφορίες μάς μιλούν για παράσταση του «Ερωτόκριτου» το 1889 στη Σάμη από ερασιτέχνες ηθοποιούς από τα Πουλάτα, οι οποίοι «απήγγελλον απταίστως τους στίχους». Αλλά και αργότερα το 1930 στην Αγία Ευφημία στην παράσταση του ίδιου έργου οι άνδρες που υποδύθηκαν γυναικείους ρόλους ήταν καταπληκτικοί, σύμφωνα με τη σχετική μαρτυρία. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο που οι Κεφαλονίτες έδιναν στα παιδιά τους τα ονόματα Ερωτόκριτος και Αρετή.

Και στο σημείο αυτό αναφέρουμε κάποια στοιχεία ιδιαίτερα σημαντικά: Το μόνο γνωστό χειρόγραφο του «Ερωτόκριτου», που σήμερα βρίσκεται στο Λονδίνο, στη Βρετανική Βιβλιοθήκη, προέρχεται από το νησί μας και γράφτηκε το 1710. Το ένα από τα δύο σωζόμενα χειρόγραφα της «Ερωφίλης», που βρίσκεται στη Βιβλιοθήκη του Μονάχου, αντιγράφτηκε εδώ στην Κεφαλονιά κατά το 17ο αιώνα. Άλλα δυο έργα του Κρητικού Θεάτρου, ο «Κατζούρμπος» και ο «Ζήνων», σώζονται σήμερα σε ένα και μοναδικό χειρόγραφο κείμενο, το οποίο γράφτηκε στο νησί μας. Όλα τα παραπάνω έχουν την αξία τους και τη σημασία τους.

Ωστόσο, ανάμεσα στους Κρήτες πρόσφυγες δεν ήταν λίγοι οι ονομαστοί καλλιτέχνες (αγιογράφοι, ξυλογλύπτες κ.ά.), που εγκαταστάθηκαν ή εργάστηκαν στην Κεφαλονιά, συμβάλλοντας έτσι στη γονιμοποίηση μιας αξιόλογης εκκλησιαστικής τέχνης. Αναφέρουμε κάποια ονόματα: Στέφανος Τζακαρόλας, Εμμανουήλ Τζάνες και Κων/νος Τζάνες,  Θεόδωρος Πουλάκης, Δημήτριος Κρης, Ηλίας Μόσκος και Ιωάννης Μόσκος, Άντζολος Μοσκέτης και Ιωάννης Μοσκέτης κ.ά. και δίπλα σε αυτούς μαθήτευσαν ντόπιοι, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί αξιόλογη καλλιτεχνική σχολή.

Είναι, λοιπόν, φανερή η θετική επιρροή της παρουσίας των Κρητών προσφύγων στο κεφαλονίτικο γίγνεσθαι. Ενσωματώθηκαν οι Κρήτες στο νέο περιβάλλον τους, αλλά συγχρόνως ενσωμάτωσαν σε αυτό το κεφαλονίτικο περιβάλλον τα δικά τους πολιτισμικά στοιχεία. Η εγκατάσταση των προσφύγων προκάλεσε θετική  αναδιάταξη στις δομές της κοινωνικής ζωής, διαμορφώνοντας ως ένα σημαντικό βαθμό το δημογραφικό χάρτη της Κεφαλονιάς, γονιμοποιώντας επιπλέον τις μελλοντικές πολιτικές διεργασίες και ενδυναμώνοντας την οικονομική ζωή του νησιού.

    4.      ΕΛΛΗΝΕΣ  ΚΑΙ  ΑΡΜΕΝΙΟΙ  ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ

Το ελληνικό κράτος δεν ήταν προετοιμασμένο, έστω και στοιχειωδώς, να αντιμετωπίσει το τεράστιο ζήτημα της υποδοχής και εγκατάστασης των εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων του Μικρασιατικού Πολέμου. Παρ’ όλο που διαφαίνονταν από καιρό οι αρνητικές για τους ελληνικούς πληθυσμούς της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης εξελίξεις, η ελληνική πλευρά δεν είχε καταφέρει να καλύψει τουλάχιστον τις ανάγκες υποδοχής και προσωρινής περίθαλψης στα αρχικά κέντρα συγκέντρωσης  των προσφύγων. Και το Αργοστόλι τότε περιλαμβανόταν στον κατάλογο των προσφυγικών αυτών κέντρων λόγω του λιμανιού του, αφού το βασικό μέσο μεταφοράς των προσφύγων ήταν τα πλοία.

Το δεύτερο δεκαήμερο του Νοεμβρίου 1922, δυόμισι περίπου μήνες από την πυρπόληση της Σμύρνης, αποβιβάστηκαν στο λιμάνι του Αργοστολιού 2000 πρόσφυγες, που προέρχονταν από την Καλλίπολη της Αν. Θράκης, οι περισσότεροι Έλληνες και οι υπόλοιποι Αρμένιοι. Στις αρχές Δεκεμβρίου κατέφτασαν άλλοι 2500, ενώ ακόμη περισσότεροι ήρθαν τις επόμενες μέρες.

Οι τοπικές αρχές δραστηριοποιήθηκαν για την προσωρινή στέγαση. Ό,τι διαθέσιμος χώρος υπήρχε μέσα στην πόλη, αλλά σε κάποια κοντινά χωριά, διατέθηκε για το σκοπό αυτό: δημόσια κτήρια, κλειστά σπίτια, αποθήκες, οι στρατώνες ακόμη και το Θέατρο του Αργοστολιού μετατράπηκαν σε προσφυγικά καταλύματα. Οι συνθήκες, βέβαια, σε όλα σχεδόν τα καταλύματα ήταν άθλιες: συνωστισμός, ανθυγιεινή διαβίωση, διατροφή δραματική, με αποτέλεσμα σύντομα να εμφανιστούν οι πρώτες επιδημίες ευλογιάς και τύφου. Από την άλλη, ακόμη δεν επιτρεπόταν η μετακίνηση των προσφύγων έξω από το νησί, όπου ενδεχομένως μπορούσαν να συναντήσουν τους συγγενείς τους ή να αναζητήσουν καλύτερες συνθήκες διαβίωσης και εργασίας.

Και ενώ οι τοπικές αρχές έκαναν ό,τι μπορούσαν, για να απαλύνουν τον πόνο και τη δυστυχία αυτών των ανθρώπων, οι ντόπιοι κάτοικοι, οι Αργοστολιώτες ως άτομα, ως μονάδες δεν έδειξαν, τον πρώτο και ασφαλώς τον πιο κρίσιμο καιρό, την απαιτούμενη αλληλεγγύη. Μπορεί να σχολίαζαν τα τεκταινόμενα, μπορεί ίσως να ένιωθαν το άγχος των προσφύγων, μπορεί ενδεχομένως να κατανοούσαν την άσχημη ψυχική τους κατάσταση, επέδειξαν όμως ψυχρότητα και στάθηκαν απόμακροι, δυσανασχετώντας προφανώς για εκείνη την «εισβολή» στο ζωτικό τους χώρο. Και όπως χαρακτηριστικά υπογραμμίζει σύγχρονος μελετητής, «κανείς δεν άνοιξε την πόρτα του να φιλοξενήσει έστω ένα από τα θύματα της συμφοράς· καμιά οικογένεια δεν συναδελφώθηκε με κάποια άλλη, από εκείνες που ήλθαν με μόνη τους αποσκευή την απελπισία. [...] Και δεν ήταν ούτε λίγοι ούτε άσημοι εκείνοι [από τους ντόπιους] που καταπνίγοντας μέσα τους κάθε αίσθημα ανθρωπισμού και φιλαλληλίας αντιμετώπιζαν με αποστροφή και απέχθεια το δράμα και μιλούσαν με λόγια πικρά για τις ανθρώπινες σκιές που το ένα μετά το άλλο τα πλοία άδειαζαν στην παραλία του Αργοστολιού».

Οι πρόσφυγες, πάντως, έπρεπε να επιβιώσουν, όφειλαν να σταθούν στα πόδια τους. Από τους Αρμένιους όσοι ήρθαν με κάποιο «κομπόδεμα» ασχολήθηκαν με το εμπόριο, όπως ο Καραμπέτ Γιαζιτζιάν, ο Ιακώβ Αρτζουμανιάν και ο Σαρκή Εσαγί Εσαγιάν, ενώ άλλοι εξελίχθηκαν σε καλούς τεχνίτες, στήνοντας δικά τους εργαστήρια ή προσκολλώμενοι σε ντόπιους αρχιμαστόρους και εργολάβους. Με την παρουσία και τη συμμετοχή τους στην καθημερινότητα των επαγγελματικών-οικονομικών σχέσεων, κατακτήθηκε αρχικά κάποια ανοχή και στη συνέχεια ήρθε η αποδοχή. Τώρα πια δε μετρούσε η αρμένικη καταγωγή τους αλλά η επαγγελματική τους ικανότητα και αποδοτικότητα. Οι Αρμένιοι, βέβαια, συγκρότησαν δική τους κοινότητα και διατήρησαν τη συνοχή τους, χωρίς να επιδιώξουν τη σύναψη κοινωνικών σχέσεων με τους ντόπιους – παρέμειναν μια κλειστή κοινωνία εξαιτίας και των διαφορών τους στο θρησκευτικό δόγμα και στη γλώσσα.

Μετά τα πρώτα χρόνια διαμονής οι περισσότερες οικογένειες έφυγαν· οι 50 περίπου οικογένειες, κυρίως τεχνιτών, που παρέμειναν,  πρόκοψαν. Στα χρόνια της ιταλογερμανικής Κατοχής οι ευπορότεροι στάθηκαν δίπλα στους κατακτητές ιδεολογικά μόνο, χωρίς να συνεργαστούν έμπρακτα μαζί τους, ενώ ένα μεγάλο ποσοστό των μεσαίων και κατώτερων οικονομικά Αρμενίων στήριξε ή και συμμετείχε στις γραμμές του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος, του ΕΑΜ. Χαρακτηριστική υπήρξε η περίπτωση του Κιρκόρ Μασλουμιάν που μαζί με άλλους τρεις Κεφαλονίτες πατριώτες εκτελέστηκε από τους ΓερμανοΠΟΚίτες στα Χιονάτα στις 15 Ιουλίου 1944. (Πληροφοριακά αναφέρω ότι η μια από τις δυο αδελφές τού Κιρκόρ, που ήταν κι αυτή μέλος του ΕΑΜ, παντρεύτηκε τον Χρήστο Καραγιάννη ή Διομήδη, στρατιωτικό διοικητή του ΕΛΑΣ Κεφαλονιάς). Μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, με τη δημιουργία της Σοβιετικής Αρμενίας, πολλοί πρόσφυγες θα μεταναστεύσουν εκεί με ελπίδες για  μια νέα ζωή, ενώ λιγότεροι θα ταξιδέψουν προς την Αργεντινή. Τελικά θα μείνουν στο νησί ελάχιστες οικογένειες, όπως εκείνες των Αρουτιάν και Μεσοροπιάν.

Όσον αφορά στους ελληνικής καταγωγής πρόσφυγες, που προέρχονταν από την Ανατολική Θράκη, τα παράλια της Μικράς Ασίας και την περιοχή του Πόντου, μετά τον πρώτο χρόνο διαμονής τους στο νησί, πολλοί έφυγαν αναζητώντας εργασία στα μεγάλα αστικά κέντρα. Όσοι, πάντως, παρέμειναν – και ήταν αρκετοί – κέρδισαν τη συμπάθεια των ντόπιων, αποκαλύπτοντας ένα ζηλευτό πολιτιστικό επίπεδο με προοδευτικές ιδέες. Μόλις τακτοποιήθηκαν και ηρέμησαν τα πράγματα, και αφού συνειδητοποίησαν ότι δεν επρόκειτο να επιστρέψουν στη γενέτειρά τους, προσπάθησαν να οργανωθούν, ώστε να αντιμετωπίζουν συλλογικά τα προβλήματά τους. Τον Ιανουάριο του 1926 μετά από συγκέντρωση 100 περίπου προσφύγων εξέλεξαν τη λεγόμενη «Επιτροπή Προσφύγων Κεφαλληνίας», για να τους εκπροσωπεί στις Αρχές και για να καταπιαστεί με την προώθηση και επίλυση των προβλημάτων τους.

Παράλληλα, έπαιρναν ενεργά μέρος στην κοινωνική ζωή του Αργοστολιού. Ήδη, το 1923 συμμετείχαν, και για τη δική τους ψυχαγωγία, στην ίδρυση του «Παγκεφαλληνιακού Αθλητικού Συλλόγου», του πρώτου  σημαντικού αθλητικού σωματείου της Κεφαλονιάς, το οποίο στη συνέχεια θα πρωταγωνιστήσει στα αθλητικά πράγματα του νησιού. Ανάμεσα στα πρώτα δραστήρια στελέχη του Συλλόγου αναφέρονται αρκετοί πρόσφυγες, όπως ο ξυλογλύπτης Σπύρος Κωνσταντινίδης, αρχηγός της ομάδας, οι εργάτες Θεαγένης Παυλίδης και Παναγιώτης Περλικίδης, ο οδοντογιατρός Γιάννης Παπαϊωάννου, ο εμποροϋπάλληλος Γιάννης Μαυρομάτης, ο τυπογράφος Κοσμάς Μένης κ.ά.    Μέσα, λοιπόν, από τέτοιες μορφές δράσης εξαλείφονταν σιγά-σιγά αλλά αμετάκλητα προκαταλήψεις που οι ντόπιοι είχαν για τους πρόσφυγες, ενώ οι τελευταίοι ξανοίγονταν άφοβα στην τοπική κοινωνία, με αποτέλεσμα η συμβολή τους να καταστεί αξιόλογη στη γενικότερη ανάπτυξη της Κεφαλονιάς.

Ωστόσο, παρέμενε άλυτο το ζήτημα της μόνιμης στέγασής τους. Κάποιοι, οι ευπορότεροι, απόκτησαν δική τους στέγη. Οι περισσότεροι όμως αντιμετώπιζαν  σοβαρό πρόβλημα. Μετά από πιέσεις των ίδιων αλλά και των τοπικών αρχών έγινε το 1929 κατορθωτή η απαλλοτρίωση της αναγκαίας έκτασης στο Αργοστόλι (στη νότια πλευρά της πόλης, κοντά στην περιοχή του σημερινού 3ου Δημοτικού Σχολείου), όπου οικοδομήθηκε ο λεγόμενος «Προσφυγικός Συνοικισμός». Επρόκειτο για ενιαίο συγκρότημα, χωρίς τον κατάλληλο όμως σχεδιασμό και με πρόχειρες κατασκευές. Στην πραγματικότητα επρόκειτο για ένα γκέτο, και μάλιστα τη στιγμή που ήδη είχαν αρχίσει να αμβλύνονται οι προκαταλήψεις και να εξαλείφονται οι διαφορές.

«Την αντινομία αυτή», έχει επισημάνει ο Α-Δ. Δεμπόνος, «ανάλαβε να εξαλείψει ένα γεωλογικό φαινόμενο. Ο σεισμός του Αυγούστου του 1953, οπότε στην ισοπεδωτική του δύναμη γκρέμισε και τα οικιστικά χωρίσματα των “ανθρώπων”. [...] Από τότε με την ισοπέδωση και της τελευταίας προσφυγικής κατοικίας, οι διακρίσεις των διαφορών εξαλείφθηκαν». Έτσι, οι πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής και οι απόγονοί τους, ενταγμένοι πια στα κεφαλονίτικα δεδομένα, συνέχισαν τη ζωή τους και την προσφορά τους για την κοινή προκοπή του νησιού, συμμετέχοντας στα πολιτικά και πολιτιστικά πράγματα της Κεφαλονιάς.

Παίρνοντας υπόψη μας τα παραπάνω, μπορούμε να καταλήξουμε για το τελευταίο προσφυγικό ρεύμα στο νησί μας στα εξής:

– Σίγουρα, η τοπική κοινωνία στην αρχή έδειξε επιφυλακτικότητα μέχρι και εχθρότητα στους νέους κατοίκους, οι οποίοι έρχονταν να μοιραστούν με τους ντόπιους τα οικονομικά και πολιτισμικά δεδομένα της περιοχής. Αιφνιδιαστικά άλλαξε η ζωή των ντόπιων με την «τοποθέτηση» νέου έμψυχου δυναμικού ανάμεσά τους.

– Οι νέοι κάτοικοι φοβισμένοι και γι’ αυτό συνεσταλμένοι στην αρχή, για τη δική τους ασφάλεια περιορίζονταν όσο γινόταν στο δικό τους κύκλο. Και η απομόνωση αυτή εκφραζόταν ιδιαίτερα στις μονομερείς κοινωνικές συναναστροφές.

– Η όποια αντιπαράθεση μεταξύ των ντόπιων και των Ελλήνων και Αρμενίων προσφύγων είχε κυρίως οικονομικό χαρακτήρα, παρά την προσπάθεια δημιουργίας κάποιου ιδεολογικού υπόβαθρου αιτιολόγησης αυτών των αντιθέσεων. Λόγω της δομής της κεφαλονίτικης οικονομίας, οι πρόσφυγες δεν κινήθηκαν προς αγροτικές ασχολίες· δραστηριοποιήθηκαν σε ασχολίες και επαγγέλματα του αστικού χώρου και μάλιστα σε ένα περιβάλλον ανταγωνισμού αλλά προστατευτικό για τους Κεφαλονίτες επαγγελματίες και τεχνίτες. Γι’ αυτό, άλλωστε, πολλοί πρόσφυγες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το νησί για την εύρεση καταλληλότερων προϋποθέσεων επαγγελματικής αποκατάστασης.

– Η ένταξη στα νέα κοινωνικοοικονομικά δεδομένα, μια διαδικασία εξαιρετικά περίπλοκη αλλά αναμενόμενη για έναν προσφυγικό πληθυσμό που βρίσκεται σε νέα πατρίδα και χωρίς ελπίδα επαναπροώθησης στην παλιά του, άρχισε να πραγματοποιείται, για τους πρόσφυγες που έμειναν οριστικά στο νησί, στη βάση του συνδυασμού δύο στοιχείων: της τελικής αποδοχής των προσφύγων από το ντόπιο στοιχείο, αφού δε θα ανατρεπόταν η υπάρχουσα κοινωνικοοικονομική δομή και συνοχή της τοπικής κοινωνίας, και της συμπεριφοράς των ίδιων των προσφύγων, αφού προσαρμόστηκαν στις γενικότερες αντιλήψεις και αποδέχτηκαν τις πάγιες πρακτικές των ντόπιων.

– Ωστόσο, η απομάκρυνση από τη γενέτειρα δημιούργησε στους πρόσφυγες ένα κενό, το οποίο αναπληρώθηκε, ως ένα βαθμό, από τη συλλογική δραστηριότητά τους. Και αυτές οι συλλογικές μορφές δράσης τόνωσαν και κράτησαν ενωμένους τους πρόσφυγες, διεκδίκησαν και κέρδισαν καλύτερες συνθήκες διαβίωσης και εργασίας, ενώ ταυτόχρονα επηρέασαν, ως ένα βαθμό, τους τοπικούς μηχανισμούς διοίκησης αλλά και την τοπική κοινωνία.

Τελειώνοντας, συμπερασματικά διατυπώνουμε σύντομα τις παρακάτω παρατηρήσεις:

– Τα πουλιά, αποδημητικά ή όχι, μπορούν να πετάξουν. Οι πρόσφυγες, κυνηγημένοι είτε από πολέμους ή φυσικές καταστροφές, είτε από αυταρχικές πολιτικές ή θρησκευτικές εξουσίες, πετιούνται συνήθως από Αρχές και ανθρώπους και γίνονται οι απόκληροι της κοινωνίας. Οι ρατσιστές, μάλιστα, τους θεωρούν το λιγότερο κατώτερης ποιότητας ανθρώπους.

– Το αν θα επιβιώσουν, το αν θα συνεχίσουν να ζουν με αξιοπρέπεια, αυτό κυρίως εξαρτάται από τους ίδιους, όσο κι αν φαίνεται δύσκολο. Αυτοί οι ίδιοι οφείλουν να δείξουν καρτερικότητα και δυναμισμό, να σταθούν στα πόδια τους και να χαράξουν μια νέα αρχή, γόνιμη και δημιουργική.

– Οι όποιοι κρατικοί μηχανισμοί, αν υπάρχουν και λειτουργούν σωστά, μόνο υποβοηθητικοί είναι. Υποβοηθητική είναι και η αλληλεγγύη της τοπικής κοινωνίας, είτε σε ατομικό είτε σε συλλογικό επίπεδο. Αλλά όσο κι αν θεωρείται  συμπληρωματική η παρουσία και η στήριξη από την τοπική κοινωνία, παραμένει ουσιαστική και απαραίτητη.

– Γι’ αυτό οι ντόπιοι μπορούν και πρέπει να τονώσουν τον ψυχισμό των προσφύγων, μπορούν και πρέπει να τους στηρίξουν χωρίς ενδοιασμούς και μακριά από προκαταλήψεις, φοβικά σύνδρομα και επικίνδυνες ρατσιστικές αντιλήψεις. Η κοινή και μόνο πορεία θα ωφελήσει και τις δυο πλευρές κοινωνικά, οικονομικά και πολιτισμικά. Αυτό, νομίζουμε, δείχνει η εμπειρία, αυτό πιστοποιεί η Ιστορία.

                         ΠΕΤΡΟΣ ΠΕΤΡΑΤΟΣ